ΑΔΥΝΑΤΙΖΩ I lose weight | Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E | Pres ent | αδυνατίζω | αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε |
αδυνατίζεις | αδυνατίζετε | ||
αδυνατίζει | αδυνατίζουν(ε) | ||
Imper fect | αδυνάτιζα | αδυνατίζαμε | |
αδυνάτιζες | αδυνατίζατε | ||
αδυνάτιζε | αδυνάτιζαν, αδυνατίζαν(ε) | ||
Aorist | αδυνάτισα | αδυνατίσαμε | |
αδυνάτισες | αδυνατίσατε | ||
αδυνάτισε | αδυνάτισαν, αδυνατίσαν(ε) | ||
Per fect | έχω αδυνατίσει | έχουμε αδυνατίσει | |
έχεις αδυνατίσει | έχετε αδυνατίσει | ||
έχει αδυνατίσει | έχουν αδυνατίσει | ||
Plu per fect | είχα αδυνατίσει | είχαμε αδυνατίσει | |
είχες αδυνατίσει | είχατε αδυνατίσει | ||
είχε αδυνατίσει | είχαν αδυνατίσει | ||
Fut ure Cont inuous | θα αδυνατίζω | θα αδυνατίζουμε, θα αδυνατίζομε | |
θα αδυνατίζεις | θα αδυνατίζετε | ||
θα αδυνατίζει | θα αδυνατίζουν(ε) | ||
Simp Fut | θα αδυνατίσω | θα αδυνατίσουμε, θα αδυνατίζομε | |
θα αδυνατίσεις | θα αδυνατίσετε | ||
θα αδυνατίσει | θα αδυνατίσουν(ε) | ||
Fut Perf | θα έχω αδυνατίσει | θα έχουμε αδυνατίσει | |
θα έχεις αδυνατίσει | θα έχετε αδυνατίσει | ||
θα έχει αδυνατίσει | θα έχουν αδυνατίσει | ||
S U B J U N C T I V E | Pres ent | να αδυνατίζω | να αδυνατίζουμε, να αδυνατίζομε |
να αδυνατίζεις | να αδυνατίζετε | ||
να αδυνατίζει | να αδυνατίζουν(ε) | ||
Aorist | να αδυνατίσω | να αδυνατίσουμε, να αδυνατίσομε | |
να αδυνατίσεις | να αδυνατίσετε | ||
να αδυνατίσει | να αδυνατίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω αδυνατίσει | να έχουμε αδυνατίσει | |
να έχεις αδυνατίσει | να έχετε αδυνατίσει | ||
να έχει αδυνατίσει | να έχουν αδυνατίσει | ||
Imper ative | Pres | αδυνάτιζε | αδυνατίζετε |
Aorist | αδυνάτισε | αδυνατίστε | |
Part iciple | Pres | αδυνατίζοντας | |
Perf | έχοντας αδυνατίσει αδυνατισμένος | ||
Infin | Aorist | αδυνατίσει |
Τετάρτη 27 Απριλίου 2011
Δεν ξέρω γιατί............
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου